- φηρός
- φήρthe Centaursmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φήρος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τῶν ἀρχαίων θεῶν τροφή». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.. Η λ. συνδέεται, κατά μία άποψη, με το λατ. far, farris «ζέα, αλεύρι» και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω τ. *bhar so (πρβλ. ομβρικό farsio, γοτθ. barizeins «κρίθινος», αρχ.… … Dictionary of Greek
Φηρός — Φήρ the Centaurs masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήρον — τὸ, Α φῆρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. φῆρος*] … Dictionary of Greek
φηρία — Α [φήρ, φηρός] (αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «θηρία» … Dictionary of Greek
φηρομανής — ές, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγαπά υπερβολικά τα άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φήρ, φηρός, αιολ. τ. τού θήρ + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο μανής] … Dictionary of Greek